ανθηλιος

ανθηλιος
    ἀνθήλιος
    ἀνθ-ήλιος
    ион. ἀντήλιος 2
    1) находящийся против (восходящего) солнца, обращенный к востоку, восточный
    

(ἀγκῶνες Soph.; ὄρος Plut.)

    2) выставляемый на солнце, т.е. воздвигаемый перед воротами дома
    

(δαίμονες Aesch.)

    3) подобный солнцу, сияющий как солнце
    

(πρόσωπον Eur.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ανθηλιος" в других словарях:

  • ανθήλιος — ο και ανθήλιο, το (Α ἀνθήλιος, ον) νεοελλ. Ι. το ουδ. ως ουσ. 1. Ζωολ. ονομ. γένους των Μαλακίων* 2. η ομπρέλα για τον ήλιο II. το αρσ. ως ουσ. (Μετεωρ.) συγκεχυμένο είδωλο του ήλιου στο διαμετρικά αντίθετο σημείο του ουρανού αρχ. 1. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • ἀνθήλιος — ἀντήλιος opposite the sun masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Anthelion — An anthelion (plural anthelia, from late Greek ανθηλιος, opposite the sun ) is a rare optical phenomenon appearing on the parhelic circle opposite to the sun as a faint white halo, not unlike a sundog.How anthelions are formed is disputed. Walter …   Wikipedia

  • ήλιος — (Ηelianthus annus). Μονοετές φυτό της οικογένειας των δικοτυλήδονων συνθέτων. Η επιστημονική του ονομασία είναι ηλίανθος ο ετήσιος. Κατάγεται από την Κεντρική Αμερική, αλλά διαδόθηκε και καλλιεργείται σε διάφορες χώρες κυρίως για τον εδώδιμο… …   Dictionary of Greek

  • αντήλιος — α, ο (AM ἀντήλιος, ον) αυτός που βρίσκεται απέναντι στον ήλιο, ο ανατολικός.|| νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το αντήλιο το να βάζει κανείς το ένα ή και τα δύο χέρια στο μέτωπο για να προστατεύσει τα μάτια από τον ήλιο. μσν. το ουδ. ως ουσ. τὰ ἀντήλια 1 …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»